- ιεροτελεστία
- η1) богослужение; 2) церковный обряд;
γαμήλιος ιεροτελεστία — свадебный обряд;
§ κάνω ιεροτελεστία ирон. — священнодействовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαμήλιος ιεροτελεστία — свадебный обряд;
§ κάνω ιεροτελεστία ирон. — священнодействовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἱεροτελεστία — ἱεροτελεστίᾱ , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem nom/voc/acc dual ἱεροτελεστίᾱ , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροτελεστία — η 1. τέλεση θρησκευτικής λειτουργίας, τελετή: Τον έθαψαν χωρίς καμιά ιεροτελεστία. 2. μτφ., ό,τι έχει τα χαρακτηριστικά ιεροτελεστίας: Γι αυτόν το φαγητό είναι ολόκληρη ιεροτελεστία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιεροτελεστία — η (Μ ἱεροτελεστία) [ιεροτελεστής] τέλεση θρησκευτικής τελετής, τελετουργία μσν. 1. ιερολογία 2. η μύηση στα θρησκευτικά μυστήρια, στα ιερά πράγματα … Dictionary of Greek
ἱεροτελεστίας — ἱεροτελεστίᾱς , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem acc pl ἱεροτελεστίᾱς , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροτελεστίαι — ἱεροτελεστίᾱͅ , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροτελεστίαν — ἱεροτελεστίᾱν , ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροτελεστιῶν — ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱεροτελεστίαις — ἱεροτελεστία solemnization of sacred rites fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεροτελεστικός — ή, ό (Μ ἱεροτελεστικός, ή, όν) [ιεροτελεστία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεροτελεστία, ιερουργικός 2. ο κατάλληλος για τέλεση ιεροπραξιών. επίρρ... ιεροτελεστικώς και ά νεοελλ. με ιεροτελεστικό τρόπο … Dictionary of Greek
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek
τελετή — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Διόνυσου και της Νίκαιας, κόρης του Σαγγάριου και της Κυβέλης. Η Τ. ακολουθούσε από πολύ μικρή τον πατέρα της, γιατί της άρεσαν οι νυχτερινοί χοροί, οι γιορτές και οι διασκεδάσεις. Ο Παυσανίας αναφέρει στα Βοιωτικά… … Dictionary of Greek